Translation meaning & definition of the word "sag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σημαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sag
[Σακίδιο]/sæg/
noun
1. A shape that sags
- "There was a sag in the chair seat"
- synonym:
- sag ,
- droop
1. Ένα σχήμα που υποχωρεί
- "Υπήρχε μια κρεμάστρα στο κάθισμα της καρέκλας"
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- σταγονόμετρο
verb
1. Droop, sink, or settle from or as if from pressure or loss of tautness
- synonym:
- sag ,
- droop ,
- swag ,
- flag
1. Σταγονόμετρο, νεροχύτη, ή να εγκατασταθούν από ή σαν από την πίεση ή την απώλεια της ταυτότητας
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- σταγονόμετρο ,
- παραπαίω ,
- σημαία
2. Cause to sag
- "The children sagged their bottoms down even more comfortably"
- synonym:
- sag ,
- sag down
2. Αιτία να παραφυλακίζω
- "Τα παιδιά χαλάρωσαν τα πυθμένα τους ακόμα πιο άνετα"
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- ταράζω