Translation meaning & definition of the word "saffron" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαφράν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saffron
[Σαφράν]/sæfrən/
noun
1. Old world crocus having purple or white flowers with aromatic pungent orange stigmas used in flavoring food
- synonym:
- saffron ,
- saffron crocus ,
- Crocus sativus
1. Παλαιός κόσμος με μωβ ή λευκά άνθη με αρωματικά πικάντικα πορτοκαλί στίγματα που χρησιμοποιούνται στην αρωματική ουσία των τροφίμων
- συνώνυμο:
- σαφράν ,
- κρόκους σαφράν ,
- Κρόκος σατίβος
2. Dried pungent stigmas of the old world saffron crocus
- synonym:
- saffron
2. Αποξηραμένα πικάντικα στίγματα του κρόκου σαφράν του παλαιού κόσμου
- συνώνυμο:
- σαφράν
3. A shade of yellow tinged with orange
- synonym:
- orange yellow ,
- saffron
3. Μια απόχρωση κίτρινου χρώματος με πορτοκάλι
- συνώνυμο:
- πορτοκαλί κίτρινο ,
- σαφράν