Translation meaning & definition of the word "safeguard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωφρονιστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Safeguard
[Διασφάλιση]/sefgɑrd/
noun
1. A precautionary measure warding off impending danger or damage or injury etc.
- "He put an ice pack on the injury as a precaution"
- "An insurance policy is a good safeguard"
- "We let our guard down"
- synonym:
- precaution ,
- safeguard ,
- guard
1. Ένα προληπτικό μέτρο που αποτρέπει τον επικείμενο κίνδυνο ή ζημία ή τραυματισμό κ.λπ.
- "Έβαλε ένα πακέτο πάγου στον τραυματισμό ως προληπτικό μέτρο"
- "Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι μια καλή προστασία"
- "Αφήνουμε τη φρουρά μας κάτω"
- συνώνυμο:
- προφύλαξη ,
- διασφάλιση ,
- φύλακασ
2. A document or escort providing safe passage through a region especially in time of war
- synonym:
- safe-conduct ,
- safeguard
2. Ένα έγγραφο ή μια συνοδεία που παρέχει ασφαλή διέλευση μέσω μιας περιοχής ειδικά σε καιρό πολέμου
- συνώνυμο:
- ασφαλής συμπεριφορά ,
- διασφάλιση
verb
1. Make safe
- synonym:
- safeguard
1. Κάνω ασφαλή
- συνώνυμο:
- διασφάλιση
2. Escort safely
- synonym:
- safeguard
2. Συνοδεία με ασφάλεια
- συνώνυμο:
- διασφάλιση