Translation meaning & definition of the word "safe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασφαλής" στην ελληνική γλώσσα
Safe
[Ασφαλής]noun
1. Strongbox where valuables can be safely kept
- synonym:
- safe
1. Ισχυρό κιβώτιο όπου τα τιμαλφή μπορούν να διατηρηθούν με ασφάλεια
- συνώνυμο:
- ασφαλής
2. A ventilated or refrigerated cupboard for securing provisions from pests
- synonym:
- safe
2. Ένα αεριζόμενο ή ψυγείο ντουλάπι για την εξασφάλιση διατάξεων από τα παράσιτα
- συνώνυμο:
- ασφαλής
3. Contraceptive device consisting of a sheath of thin rubber or latex that is worn over the penis during intercourse
- synonym:
- condom ,
- rubber ,
- safety ,
- safe ,
- prophylactic
3. Αντισυλληπτική συσκευή που αποτελείται από θήκη από λεπτό καουτσούκ ή λάτεξ που φοριέται πάνω από το πέος κατά τη σεξουα
- συνώνυμο:
- προφυλακτικό ,
- λάστιχο ,
- ασφάλεια ,
- ασφαλής ,
- προφυλακτικόσ
adjective
1. Free from danger or the risk of harm
- "A safe trip"
- "You will be safe here"
- "A safe place"
- "A safe bet"
- synonym:
- safe
1. Απαλλαγμένος από τον κίνδυνο ή τον κίνδυνο βλάβης
- "Ασφαλές ταξίδι"
- "Θα είσαι ασφαλής εδώ"
- "Ασφαλές μέρος"
- "Ασφαλές στοίχημα"
- συνώνυμο:
- ασφαλής
2. (of an undertaking) secure from risk
- synonym:
- safe
2. ( μιας επιχείρησης) ασφαλές από τον κίνδυνο
- συνώνυμο:
- ασφαλής
3. Having reached a base without being put out
- "The runner was called safe when the baseman dropped the ball"
- synonym:
- safe(p)
3. Έχοντας φτάσει σε μια βάση χωρίς να τεθεί έξω
- "Ο δρομέας ονομάστηκε ασφαλής όταν ο βασιλιάς έριξε την μπάλα"
- συνώνυμο:
- ασφαλής()<TAG1>
4. Financially sound
- "A good investment"
- "A secure investment"
- synonym:
- dependable ,
- good ,
- safe ,
- secure
4. Οικονομικά ακούγεται
- "Μια καλή επένδυση"
- "Ασφαλής επένδυση"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος ,
- καλός ,
- ασφαλής ,
- ασφαλίζω