Translation meaning & definition of the word "safari" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαφάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Safari
[Σαφάρι]/səfɑri/
noun
1. An overland journey by hunters (especially in africa)
- synonym:
- campaign ,
- hunting expedition ,
- safari
1. Ένα ταξίδι επίγειας γης από τους κυνηγούς (ειδικά στην αφρική)
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- κυνήγι αποστολής ,
- σαφάρι