Translation meaning & definition of the word "sadist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαδιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sadist
[Σαδιστήσ]/sedəst/
noun
1. Someone who obtains pleasure from inflicting pain or others
- synonym:
- sadist
1. Κάποιος που αποκτά ευχαρίστηση από την πρόκληση πόνου ή άλλων
- συνώνυμο:
- σαδιστής