Translation meaning & definition of the word "saddled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συσσωρευμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saddled
[Σκαλίζω]/sædəld/
adjective
1. Having a saddle on or being mounted on a saddled animal
- "Saddled and spurred and ready to ride"
- synonym:
- saddled
1. Έχοντας μια σέλα ή που τοποθετείται σε ένα θαμπό ζώο
- "Ξεφλουδισμένο και σπασμένο και έτοιμο να οδηγήσει"
- συνώνυμο:
- σαντιγί
2. Subject to an imposed burden
- "Left me saddled with the bill"
- "Found himself saddled with more responsibility than power"
- synonym:
- saddled
2. Υπόκειται σε επιβαλλόμενο βάρος
- "Με άφησες να στριφογυρίζω με το λογαριασμό"
- "Βρέθηκε στριμωγμένος με μεγαλύτερη ευθύνη από τη δύναμη"
- συνώνυμο:
- σαντιγί