Translation meaning & definition of the word "saddle" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "σάντλα" στην ελληνική γλώσσα
Saddle
[Σαντ]noun
1. A seat for the rider of a horse or camel
- synonym:
- saddle
1. Ένα κάθισμα για τον αναβάτη ενός αλόγου ή καμήλας
- συνώνυμο:
- σέλα
2. A pass or ridge that slopes gently between two peaks (is shaped like a saddle)
- synonym:
- saddleback ,
- saddle
2. Ένα πέρασμα ή μια κορυφογραμμή που κλίνει απαλά ανάμεσα σε δύο κορυφές (ις σε σχήμα σαν σαρδέλα)
- συνώνυμο:
- παραλήρημα ,
- σέλα
3. Cut of meat (especially mutton or lamb) consisting of part of the backbone and both loins
- synonym:
- saddle
3. Κοπή του κρέατος (ειδικά του μούλτον ή του λαιμού) που αποτελείται από μέρος της ραχοκοκαλιάς και των δύο φιλέτων
- συνώνυμο:
- σέλα
4. A piece of leather across the instep of a shoe
- synonym:
- saddle
4. Ένα κομμάτι δέρματος πάνω από το στήριγμα ενός παπουτσιού
- συνώνυμο:
- σέλα
5. A seat for the rider of a bicycle
- synonym:
- bicycle seat ,
- saddle
5. Ένα κάθισμα για τον αναβάτη ενός ποδηλάτου
- συνώνυμο:
- κάθισμα ποδηλάτου ,
- σέλα
6. Posterior part of the back of a domestic fowl
- synonym:
- saddle
6. Οπίσθιο τμήμα του πίσω μέρους ενός εσωτερικού πτηνού
- συνώνυμο:
- σέλα
verb
1. Put a saddle on
- "Saddle the horses"
- synonym:
- saddle
1. Βάζω σέλα
- "Συνδυάστε τα άλογα"
- συνώνυμο:
- σέλα
2. Load or burden
- Encumber
- "He saddled me with that heavy responsibility"
- synonym:
- saddle
2. Φορτίο ή βάρος
- Επιβαρύνω
- "Με συγκλόνισε με αυτή τη βαριά ευθύνη"
- συνώνυμο:
- σέλα
3. Impose a task upon, assign a responsibility to
- "He charged her with cleaning up all the files over the weekend"
- synonym:
- charge ,
- saddle ,
- burden
3. Επιβάλλει μια εργασία σε, αναθέτει την ευθύνη να
- "Την χρέωσε για τον καθαρισμό όλων των αρχείων το σαββατοκύριακο"
- συνώνυμο:
- χρέωση ,
- σέλα ,
- επιβάρυνση