Translation meaning & definition of the word "sacrificial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θυσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sacrificial
[Θυσιαστικόσ]/sækrəfɪʃəl/
adjective
1. Used in or connected with a sacrifice
- "Sacrificial lamb"
- synonym:
- sacrificial
1. Χρησιμοποιείται ή συνδέεται με μια θυσία
- "Θυσιαστικό αρνί"
- συνώνυμο:
- θυσιαστικόσ