Translation meaning & definition of the word "sacrifice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θυσία" στην ελληνική γλώσσα
Sacrifice
[Θυσία]noun
1. The act of losing or surrendering something as a penalty for a mistake or fault or failure to perform etc.
- synonym:
- forfeit ,
- forfeiture ,
- sacrifice
1. Η πράξη της απώλειας ή της παράδοσης κάτι ως ποινή για ένα λάθος ή σφάλμα ή αποτυχία εκτέλεσης κ.λπ.
- συνώνυμο:
- χάνω ,
- απώλεια ,
- θυσία
2. Personnel that are sacrificed (e.g., surrendered or lost in order to gain an objective)
- synonym:
- sacrifice
2. Προσωπικό που θυσιάζεται (ε.π.χ., παραδίδεται ή χάνεται για να αποκτήσει ένα αντικειμενικό)
- συνώνυμο:
- θυσία
3. A loss entailed by giving up or selling something at less than its value
- "He had to sell his car at a considerable sacrifice"
- synonym:
- sacrifice
3. Μια απώλεια συνεπάγεται εγκατάλειψη ή πώληση κάτι σε λιγότερο από την αξία του
- "Έπρεπε να πουλήσει το αυτοκίνητό του σε μια σημαντική θυσία"
- συνώνυμο:
- θυσία
4. The act of killing (an animal or person) in order to propitiate a deity
- synonym:
- sacrifice ,
- ritual killing
4. Η πράξη της θανάτωσης (ανού ζώου ή προσώπου) για να εξημερώσει μια θεότητα
- συνώνυμο:
- θυσία ,
- τελετουργική δολοφονία
5. (baseball) an out that advances the base runners
- synonym:
- sacrifice
5. (βασεμπολ) ένα έξω που προωθεί τους δρομείς βάσης
- συνώνυμο:
- θυσία
verb
1. Endure the loss of
- "He gave his life for his children"
- "I gave two sons to the war"
- synonym:
- sacrifice ,
- give
1. Υπομένω την απώλεια
- "Δώρισε τη ζωή του για τα παιδιά του"
- "Δώρισα δύο γιους στον πόλεμο"
- συνώνυμο:
- θυσία ,
- δίνω
2. Kill or destroy
- "The animals were sacrificed after the experiment"
- "The general had to sacrifice several soldiers to save the regiment"
- synonym:
- sacrifice
2. Σκοτώστε ή καταστρέψτε
- "Τα ζώα θυσιάστηκαν μετά το πείραμα"
- "Ο στρατηγός έπρεπε να θυσιάσει αρκετούς στρατιώτες για να σώσει το σύνταγμα"
- συνώνυμο:
- θυσία
3. Sell at a loss
- synonym:
- sacrifice
3. Πουλήστε με μια απώλεια
- συνώνυμο:
- θυσία
4. Make a sacrifice of
- In religious rituals
- synonym:
- sacrifice
4. Κάνω μια θυσία
- Σε θρησκευτικές τελετές
- συνώνυμο:
- θυσία