Translation meaning & definition of the word "sacked" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολυμένα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sacked
[Απολύθηκε]/sækt/
adjective
1. Having been robbed and destroyed by force and violence
- "The raped countryside"
- synonym:
- despoiled ,
- pillaged ,
- raped ,
- ravaged ,
- sacked
1. Έχοντας ληστέψει και καταστραφεί από τη βία και τη βία
- "Η βιασμένη ύπαιθρος"
- συνώνυμο:
- αποστρέφομαι ,
- λεηλατήθηκε ,
- βιαστικόσ ,
- καταστράφηκε ,
- απολύθηκε
Examples of using
I sacked him.
Τον απέλυσα.