Translation meaning & definition of the word "sack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σακί" στην ελληνική γλώσσα
Sack
[Σακί]noun
1. A bag made of paper or plastic for holding customer's purchases
- synonym:
- sack ,
- poke ,
- paper bag ,
- carrier bag
1. Μια τσάντα από χαρτί ή πλαστικό για την εκμετάλλευση των αγορών του πελάτη
- συνώνυμο:
- σακίδιο ,
- πουκ ,
- χάρτινη τσάντα ,
- τσάντα μεταφοράς
2. An enclosed space
- "The trapped miners found a pocket of air"
- synonym:
- pouch ,
- sac ,
- sack ,
2. Ένας κλειστός χώρος
- "Οι παγιδευμένοι ανθρακωρύχοι βρήκαν μια τσέπη αέρα"
- συνώνυμο:
- θήκη ,
- σακκίδιο ,
- σακίδιο ,
- τσέπη
3. The quantity contained in a sack
- synonym:
- sack ,
- sackful
3. Η ποσότητα που περιέχεται σε ένα σάκο
- συνώνυμο:
- σακίδιο ,
- απολυμαντικόσ
4. Any of various light dry strong white wine from spain and canary islands (including sherry)
- synonym:
- sack
4. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ελαφριά ξηρό ισχυρό λευκό κρασί από την ισπανία και τις κανάριες νήσους ( συμπεριλαμβανομένης της σερρυ)
- συνώνυμο:
- σακίδιο
5. A woman's full loose hiplength jacket
- synonym:
- sack ,
- sacque
5. Το πλήρες χαλαρό σακάκι μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- σακίδιο ,
- σακκίδιο
6. A hanging bed of canvas or rope netting (usually suspended between two trees)
- Swings easily
- synonym:
- hammock ,
- sack
6. Ένα κρεμαστό κρεβάτι από καμβά ή σχοινί δίχτυ (συνήθως αιωρείται ανάμεσα σε δύο δέντρα)
- Ταλαντεύεται εύκολα
- συνώνυμο:
- αιώρα ,
- σακίδιο
7. A loose-fitting dress hanging straight from the shoulders without a waist
- synonym:
- chemise ,
- sack ,
- shift
7. Ένα χαλαρό φόρεμα που κρέμεται κατευθείαν από τους ώμους χωρίς μέση
- συνώνυμο:
- χημειοθεραπεύω ,
- σακίδιο ,
- μετατόπιση
8. The plundering of a place by an army or mob
- Usually involves destruction and slaughter
- "The sack of rome"
- synonym:
- sack
8. Η λεηλασία ενός τόπου από στρατό ή όχλο
- Συνήθως περιλαμβάνει καταστροφή και σφαγή
- "Η λεηλασία της ρώμης"
- συνώνυμο:
- σακίδιο
9. The termination of someone's employment (leaving them free to depart)
- synonym:
- dismissal ,
- dismission ,
- discharge ,
- firing ,
- liberation ,
- release ,
- sack ,
- sacking
9. Ο τερματισμός της απασχόλησης κάποιου (αφήνοντάς τους ελεύθερους να αναχωρήσουν)
- συνώνυμο:
- απόλυση ,
- εκτομή ,
- απαλλαγή ,
- πυροδότηση ,
- απελευθέρωση ,
- σακίδιο ,
- απολύσεισ
verb
1. Plunder (a town) after capture
- "The barbarians sacked rome"
- synonym:
- sack ,
- plunder
1. Λεηλασία (α πόλη) μετά την κατάληψη
- "Οι βάρβαροι λεηλάτησαν τη ρώμη"
- συνώνυμο:
- σακίδιο ,
- λεηλατώ
2. Terminate the employment of
- Discharge from an office or position
- "The boss fired his secretary today"
- "The company terminated 25% of its workers"
- synonym:
- displace ,
- fire ,
- give notice ,
- can ,
- dismiss ,
- give the axe ,
- send away ,
- sack ,
- force out ,
- give the sack ,
- terminate
2. Να τερματίσει την απασχόληση
- Απαλλαγή από ένα γραφείο ή μια θέση
- "Το αφεντικό απέλυσε τον γραμματέα του σήμερα"
- "Η εταιρεία τερμάτισε το 25% των εργαζομένων της"
- συνώνυμο:
- μετακινώ ,
- φωτιά ,
- ειδοποιώ ,
- μπορώ ,
- αποπέμπω ,
- δίνω το τσεκούρι ,
- αποστέλλω ,
- σακίδιο ,
- αποστρέφομαι ,
- δίνω το σάκο ,
- τερματίζω
3. Make as a net profit
- "The company cleared $1 million"
- synonym:
- net ,
- sack ,
- sack up ,
- clear
3. Να παράγετε ως καθαρό κέρδος
- "Η εταιρεία καθάρισε $1 εκατομμύρια"
- συνώνυμο:
- δίχτυ ,
- σακίδιο ,
- απολύω ,
- σαφής
4. Put in a sack
- "The grocer sacked the onions"
- synonym:
- sack
4. Βάζω σε σάκο
- "Ο παντοπωλείο λεηλάτησε τα κρεμμύδια"
- συνώνυμο:
- σακίδιο