Translation meaning & definition of the word "sac" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιερός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sac
[ΣΑΪ́]/sæk/
noun
1. An enclosed space
- "The trapped miners found a pocket of air"
- synonym:
- pouch ,
- sac ,
- sack ,
1. Ένας κλειστός χώρος
- "Οι παγιδευμένοι ανθρακωρύχοι βρήκαν μια τσέπη αέρα"
- συνώνυμο:
- θήκη ,
- σακκίδιο ,
- σακίδιο ,
- τσέπη
2. A case or sheath especially a pollen sac or moss capsule
- synonym:
- theca ,
- sac
2. Μια θήκη ή θήκη ειδικά ένας σάκος γύρης ή μια κάψουλα βρύας
- συνώνυμο:
- θήκα ,
- σακκίδιο
3. A member of the algonquian people formerly living in wisconsin in the fox river valley and on the shores of green bay
- synonym:
- Sauk ,
- Sac
3. Μέλος του λαού των αλγονκίων που ζούσε στο ουισκόνσιν στην κοιλάδα του ποταμού φοξ και στις όχθες του πράσινου κόλπου
- συνώνυμο:
- Σαούκ ,
- ΣΑΪ́
4. A structure resembling a bag in an animal
- synonym:
- sac
4. Μια δομή που μοιάζει με μια τσάντα σε ένα ζώο
- συνώνυμο:
- σακκίδιο