Translation meaning & definition of the word "sabotage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαμποτάζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sabotage
[Σαμποτάζ]/sæbətɑʒ/
noun
1. A deliberate act of destruction or disruption in which equipment is damaged
- synonym:
- sabotage
1. Μια σκόπιμη πράξη καταστροφής ή διακοπής στην οποία ο εξοπλισμός έχει υποστεί ζημιά
- συνώνυμο:
- σαμποτάζ
verb
1. Destroy property or hinder normal operations
- "The resistance sabotaged railroad operations during the war"
- synonym:
- sabotage ,
- undermine ,
- countermine ,
- counteract ,
- subvert ,
- weaken
1. Καταστρέψτε την ιδιοκτησία ή εμποδίστε τις κανονικές λειτουργίες
- "Η αντίσταση σαμποτάρισε τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου"
- συνώνυμο:
- σαμποτάζ ,
- υπονομεύω ,
- συμβουλευτική ,
- αντιπαραβάλλω ,
- υποτάσσω ,
- αποδυναμώνω
Examples of using
This is sabotage.
Αυτό είναι σαμποτάζ.
This is sabotage.
Αυτό είναι σαμποτάζ.