Translation meaning & definition of the word "sabbatical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαββατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sabbatical
[Σαββατικόσ]/səbætɪkəl/
noun
1. A leave usually taken every seventh year
- synonym:
- sabbatical ,
- sabbatical leave
1. Η άδεια λαμβάνεται συνήθως κάθε έβδομο έτος
- συνώνυμο:
- σαββατικόσ ,
- σαββατική άδεια
adjective
1. Of or relating to the sabbath
- "Friday is a sabbatical day for muslims"
- synonym:
- sabbatical ,
- sabbatic
1. Από ή σχετικά με το σάββατο
- "Η παρασκευή είναι μια σαββατική μέρα για τους μουσουλμάνους"
- συνώνυμο:
- σαββατικόσ
2. Of or relating to sabbatical leave
- "Sabbatical research project"
- synonym:
- sabbatical
2. Από ή σχετίζονται με την άδεια του σαββατικού
- "Σαββατικό ερευνητικό πρόγραμμα"
- συνώνυμο:
- σαββατικόσ