Translation meaning & definition of the word "sabbath" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάββατο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sabbath
[Σάββατο]/sæbəθ/
noun
1. A day of rest and worship: sunday for most christians
- Saturday for the jews and a few christians
- Friday for muslims
- synonym:
- Sabbath
1. Ημέρα ανάπαυσης και λατρείας: κυριακή για τους περισσότερους χριστιανούς
- Το σάββατο για τους εβραίους και λίγους χριστιανούς
- Παρασκευή για τους μουσουλμάνους
- συνώνυμο:
- Σάββατο