Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rut" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τράβηγμα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rut

[Ρουτ]
/rət/

noun

1. A groove or furrow (especially one in soft earth caused by wheels)

    synonym:
  • rut

1. Ένα αυλάκι ή αυλάκι (ειδικά ένα σε μαλακή γη που προκαλείται από τροχούς)

    συνώνυμο:
  • τραβώ

2. A settled and monotonous routine that is hard to escape

  • "They fell into a conversational rut"
    synonym:
  • rut
  • ,
  • groove

2. Μια εγκατεστημένη και μονότονη ρουτίνα που είναι δύσκολο να ξεφύγει

  • "Έπεσαν σε μια συνομιλητική διαδρομή"
    συνώνυμο:
  • τραβώ
  • ,
  • αυλάκι

3. Applies to nonhuman mammals: a state or period of heightened sexual arousal and activity

    synonym:
  • estrus
  • ,
  • oestrus
  • ,
  • heat
  • ,
  • rut

3. Ισχύει για μη ανθρώπινα θηλαστικά: μια κατάσταση ή μια περίοδος αυξημένης σεξουαλικής διέγερσης και δραστηριότητας

    συνώνυμο:
  • εστρού
  • ,
  • οίστρο
  • ,
  • θερμότητα
  • ,
  • τραβώ

verb

1. Be in a state of sexual excitement

  • Of male mammals
    synonym:
  • rut

1. Να είστε σε κατάσταση σεξουαλικού ενθουσιασμού

  • Αρσενικά θηλαστικά
    συνώνυμο:
  • τραβώ

2. Hollow out in the form of a furrow or groove

  • "Furrow soil"
    synonym:
  • furrow
  • ,
  • rut
  • ,
  • groove

2. Κοίλος έξω με τη μορφή ενός αυλακιού ή αυλακιού

  • "Έδαφος βουρτσίσματος"
    συνώνυμο:
  • αυλάκι
  • ,
  • τραβώ