Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rustic" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rustic

[Ρουστίκ]
/rəstɪk/

noun

1. An unsophisticated country person

    synonym:
  • rustic

1. Ένας ανεξάρτητος άνθρωπος της χώρας

    συνώνυμο:
  • ρουστίκ

adjective

1. Characteristic of rural life

  • "Countrified clothes"
  • "Rustic awkwardness"
    synonym:
  • countrified
  • ,
  • countryfied
  • ,
  • rustic

1. Χαρακτηριστικό της αγροτικής ζωής

  • "Απολιθωμένα ρούχα"
  • "Εμπιστοσύνη αμηχανία"
    συνώνυμο:
  • αντιτρομοκρατημένο
  • ,
  • ευγενήσ
  • ,
  • ρουστίκ

2. Awkwardly simple and provincial

  • "Bumpkinly country boys"
  • "Rustic farmers"
  • "A hick town"
  • "The nightlife of montmartre awed the unsophisticated tourists"
    synonym:
  • bumpkinly
  • ,
  • hick
  • ,
  • rustic
  • ,
  • unsophisticated

2. Αδέξια απλό και επαρχιακό

  • "Αγόρια της επαρχίας"
  • "Εκπαιδευτικοί αγρότες"
  • "Μια πόλη που περνάει"
  • "Η νυχτερινή ζωή της μονμάρτρης ξύπνησε τους ανεξερεύνητους τουρίστες"
    συνώνυμο:
  • περιπλανώμενοσ
  • ,
  • πανούργοσ
  • ,
  • ρουστίκ
  • ,
  • ανεπανάληπτοσ

3. Characteristic of the fields or country

  • "Agrestic simplicity"
  • "Rustic stone walls"
    synonym:
  • agrestic
  • ,
  • rustic

3. Χαρακτηριστικό των πεδίων ή της χώρας

  • "Αγρεστηριακή απλότητα"
  • "Σκουστιακοί πέτρινοι τοίχοι"
    συνώνυμο:
  • αγρεστικό
  • ,
  • ρουστίκ