Translation meaning & definition of the word "rushing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βούρτσισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rushing
[Σπεύδω]/rəʃɪŋ/
noun
1. (american football) an attempt to advance the ball by running into the line
- "The linebackers were ready to stop a rush"
- synonym:
- rush ,
- rushing
1. ( αμερικανικό ποδόσφαιρο) μια προσπάθεια να προωθήσει την μπάλα τρέχοντας στη γραμμή
- "Οι υποστηρικτές ήταν έτοιμοι να σταματήσουν μια βιασύνη"
- συνώνυμο:
- βιασύνη
2. The act of moving hurriedly and in a careless manner
- "In his haste to leave he forgot his book"
- synonym:
- haste ,
- hurry ,
- rush ,
- rushing
2. Η πράξη της βιαστικής και απρόσεκτης κίνησης
- "Με τη βιασύνη του να φύγει ξέχασε το βιβλίο του"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- βιάζω
Examples of using
He came rushing down the stairs.
Ήρθε βιαστικά κάτω από τις σκάλες.
The alarm sent everyone rushing out of the room.
Ο συναγερμός έστειλε όλους να βγουν από το δωμάτιο.