Translation meaning & definition of the word "rushed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rushed
[Ξεπερασμένο]/rəʃt/
adjective
1. Done under pressure
- "A rush job"
- synonym:
- rush(a) ,
- rushed
1. Γίνεται υπό πίεση
- "Βιαστική δουλειά"
- συνώνυμο:
- βια() ,
- έσπευσε
Examples of using
They rushed the bill through.
Έσπευσαν το λογαριασμό.
They rushed through their work.
Έτρεξαν μέσα από τη δουλειά τους.
Tom rushed out onto the road without looking both ways.
Ο Τομ έσπευσε στο δρόμο χωρίς να κοιτάξει και τους δύο δρόμους.