Translation meaning & definition of the word "rush" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
Rush
[Ραντ]noun
1. The act of moving hurriedly and in a careless manner
- "In his haste to leave he forgot his book"
- synonym:
- haste ,
- hurry ,
- rush ,
- rushing
1. Η πράξη της βιαστικής και απρόσεκτης κίνησης
- "Με τη βιασύνη του να φύγει ξέχασε το βιβλίο του"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- βιάζω
2. A sudden forceful flow
- synonym:
- rush ,
- spate ,
- surge ,
- upsurge
2. Μια ξαφνική ισχυρή ροή
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- επικάλυψη ,
- κύμα ,
- αναβαθμίζω
3. Grasslike plants growing in wet places and having cylindrical often hollow stems
- synonym:
- rush
3. Φυτά που αναπτύσσονται σε υγρές θέσεις και έχουν κυλινδρικούς συχνά κοίλους μίσχους
- συνώνυμο:
- βιασύνη
4. Physician and american revolutionary leader
- Signer of the declaration of independence (1745-1813)
- synonym:
- Rush ,
- Benjamin Rush
4. Γιατρός και αμερικανός ηγέτης της επανάστασης
- Υπογράφων της διακήρυξης της ανεξαρτησίας (1745-1813)
- συνώνυμο:
- Ραντ ,
- Μπέντζαμιν Ρας
5. The swift release of a store of affective force
- "They got a great bang out of it"
- "What a boot!"
- "He got a quick rush from injecting heroin"
- "He does it for kicks"
- synonym:
- bang ,
- boot ,
- charge ,
- rush ,
- flush ,
- thrill ,
- kick
5. Η γρήγορη απελευθέρωση ενός καταστήματος συναισθηματικής δύναμης
- "Πήραν ένα μεγάλο κτύπημα έξω από αυτό"
- "Τι μπότα!"
- "Πήρε μια γρήγορη βιασύνη από την έγχυση ηρωίνης"
- "Το κάνει για κλωτσιές"
- συνώνυμο:
- μπανγκ ,
- μποτάκι ,
- χρέωση ,
- βιασύνη ,
- επίπλευση ,
- συγκίνηση ,
- παραδίνω
6. A sudden burst of activity
- "Come back after the rush"
- synonym:
- rush
6. Μια ξαφνική έκρηξη δραστηριότητας
- "Επιστρέψτε μετά τη βιασύνη"
- συνώνυμο:
- βιασύνη
7. (american football) an attempt to advance the ball by running into the line
- "The linebackers were ready to stop a rush"
- synonym:
- rush ,
- rushing
7. ( αμερικανικό ποδόσφαιρο) μια προσπάθεια να προωθήσει την μπάλα τρέχοντας στη γραμμή
- "Οι υποστηρικτές ήταν έτοιμοι να σταματήσουν μια βιασύνη"
- συνώνυμο:
- βιασύνη
verb
1. Move fast
- "He rushed down the hall to receive his guests"
- "The cars raced down the street"
- synonym:
- rush ,
- hotfoot ,
- hasten ,
- hie ,
- speed ,
- race ,
- pelt along ,
- rush along ,
- cannonball along ,
- bucket along ,
- belt along ,
- step on it
1. Κινηθείτε γρήγορα
- "Έτρεξε κάτω από την αίθουσα για να δεχτεί τους καλεσμένους του"
- "Τα αυτοκίνητα τρέχουν στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- παπαγάλος ,
- έσπευσε ,
- χίε ,
- ταχύτητα ,
- αγώνας ,
- πελέτα κατά μήκος ,
- κανόνι μπάλα ,
- κουβά ,
- ζώνη ,
- πατήστε πάνω σε αυτό
2. Attack suddenly
- synonym:
- rush
2. Επίθεση ξαφνικά
- συνώνυμο:
- βιασύνη
3. Urge to an unnatural speed
- "Don't rush me, please!"
- synonym:
- rush ,
- hurry
3. Επιθυμία για αφύσικη ταχύτητα
- "Μην με βιαστείτε, παρακαλώ!"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- βιάζω
4. Act or move at high speed
- "We have to rush!"
- "Hurry--it's late!"
- synonym:
- rush ,
- hasten ,
- hurry ,
- look sharp ,
- festinate
4. Ενεργήστε ή κινηθείτε με υψηλή ταχύτητα
- "Πρέπει να βιαστούμε!"
- "Βιαστείτε - είναι αργά!"
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- έσπευσε ,
- βιάζω ,
- φαίνομαι αιχμηρός ,
- εορτάζω
5. Run with the ball, in football
- synonym:
- rush
5. Τρέξε με την μπάλα, στο ποδόσφαιρο
- συνώνυμο:
- βιασύνη
6. Cause to move fast or to rush or race
- "The psychologist raced the rats through a long maze"
- synonym:
- race ,
- rush
6. Αιτία να κινηθεί γρήγορα ή να βιαστούμε ή να αγωνιστούμε
- "Ο ψυχολόγος αγωνίστηκε τους αρουραίους μέσα από ένα μακρύ λαβύρινθο"
- συνώνυμο:
- αγώνας ,
- βιασύνη
7. Cause to occur rapidly
- "The infection precipitated a high fever and allergic reactions"
- synonym:
- induce ,
- stimulate ,
- rush ,
- hasten
7. Αιτία να συμβεί γρήγορα
- "Η λοίμωξη προκάλεσε υψηλό πυρετό και αλλεργικές αντιδράσεις"
- συνώνυμο:
- προκαλώ ,
- τονώνω ,
- βιασύνη ,
- έσπευσε
adjective
1. Not accepting reservations
- synonym:
- first-come-first-serve(p) ,
- rush
1. Δεν δέχεται κρατήσεις
- συνώνυμο:
- πρώτου εισοδήματος-πρώτου-σερβίς() ,
- βιασύνη
2. Done under pressure
- "A rush job"
- synonym:
- rush(a) ,
- rushed
2. Γίνεται υπό πίεση
- "Βιαστική δουλειά"
- συνώνυμο:
- βια() ,
- έσπευσε