Translation meaning & definition of the word "ruse" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ορράς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruse
[Ρουζ]/ruz/
noun
1. A deceptive maneuver (especially to avoid capture)
- synonym:
- ruse ,
- artifice
1. Ένας παραπλανητικός ελιγμός (ειδικά για να αποφύγετε τη σύλληψη)
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- τέχνη