Translation meaning & definition of the word "rural" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγροτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rural
[Αγροτικός]/rʊrəl/
adjective
1. Living in or characteristic of farming or country life
- "Rural people"
- "Large rural households"
- "Unpaved rural roads"
- "An economy that is basically rural"
- synonym:
- rural
1. Ζώντας ή χαρακτηριστικό της γεωργίας ή της ζωής της χώρας
- "Αγροτικοί άνθρωποι"
- "Μεγάλα αγροτικά νοικοκυριά"
- "Ανεμπόδιστοι αγροτικοί δρόμοι"
- "Μια οικονομία που είναι βασικά αγροτική"
- συνώνυμο:
- αγροτικός
2. Of or relating to the countryside as opposed to the city
- "Rural electrification"
- "Rural free delivery"
- synonym:
- rural
2. Από ή σχετίζονται με την ύπαιθρο σε αντίθεση με την πόλη
- "Αγροτική ηλεκτροδότηση"
- "Ελεύθερη παράδοση"
- συνώνυμο:
- αγροτικός
Examples of using
Have you ever lived in a rural area?
Έχετε ζήσει ποτέ σε αγροτική περιοχή?
You will soon be used to rural life.
Σύντομα θα συνηθίσετε στην αγροτική ζωή.
Have you ever lived in a rural area?
Έχετε ζήσει ποτέ σε αγροτική περιοχή?