Translation meaning & definition of the word "rupture" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ρήγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rupture
[Ρήξη]/rəpʧər/
noun
1. State of being torn or burst open
- synonym:
- rupture
1. Κατάσταση που σχίζεται ή εκρήγνυται ανοιχτή
- συνώνυμο:
- ρήξη
2. A personal or social separation (as between opposing factions)
- "They hoped to avoid a break in relations"
- synonym:
- rupture ,
- breach ,
- break ,
- severance ,
- rift ,
- falling out
2. Ένας προσωπικός ή κοινωνικός διαχωρισμός (ας μεταξύ αντίθετων φατριών)
- "Ήλπιζαν να αποφύγουν μια ρήξη στις σχέσεις"
- συνώνυμο:
- ρήξη ,
- παραβίαση ,
- σπάω ,
- αποκοπή ,
- παλιοσίδερο ,
- πέφτοντας
3. The act of making a sudden noisy break
- synonym:
- rupture
3. Η πράξη του να κάνεις ένα ξαφνικό θορυβώδες διάλειμμα
- συνώνυμο:
- ρήξη
verb
1. Separate or cause to separate abruptly
- "The rope snapped"
- "Tear the paper"
- synonym:
- tear ,
- rupture ,
- snap ,
- bust
1. Διαχωρίστε ή προκαλέστε απότομα το χωρισμό
- "Το σχοινί έσπασε"
- "Δακρύστε το χαρτί"
- συνώνυμο:
- σχίζω ,
- ρήξη ,
- αποτυγχάνω ,
- προβληματισμόσ