Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "runway" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τρέχω" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Runway

[Διάδρομος]
/rənwe/

noun

1. A bar or pair of parallel bars of rolled steel making the railway along which railroad cars or other vehicles can roll

    synonym:
  • track
  • ,
  • rail
  • ,
  • rails
  • ,
  • runway

1. Ένα μπαρ ή ένα ζευγάρι παράλληλων ράβδων του ελασματοποιημένου χάλυβα καθιστώντας το σιδηρόδρομο κατά μήκος των οποίων μπορούν να κυλήσουν

    συνώνυμο:
  • παρακολουθώ
  • ,
  • σιδηρόδρομος
  • ,
  • ράγεσ
  • ,
  • διάδρομος

2. A chute down which logs can slide

    synonym:
  • runway

2. Μια υποδοχή προς τα κάτω που τα αρχεία καταγραφής μπορούν να γλιστρήσουν

    συνώνυμο:
  • διάδρομος

3. A narrow platform extending from the stage into the audience in a theater or nightclub etc.

    synonym:
  • runway

3. Μια στενή πλατφόρμα που εκτείνεται από τη σκηνή στο ακροατήριο σε ένα θέατρο ή νυχτερινό κέντρο διασκέδασης κ.λπ.

    συνώνυμο:
  • διάδρομος

4. A strip of level paved surface where planes can take off and land

    synonym:
  • runway

4. Μια λωρίδα επίπεδης πλακόστρωτης επιφάνειας όπου τα αεροπλάνα μπορούν να απογειωθούν και να προσγειωθούν

    συνώνυμο:
  • διάδρομος

Examples of using

An airplane touched down on the runway.
Ένα αεροπλάνο προσγειώθηκε στο διάδρομο.