Translation meaning & definition of the word "runway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τρέχω" στην ελληνική γλώσσα
Runway
[Διάδρομος]noun
1. A bar or pair of parallel bars of rolled steel making the railway along which railroad cars or other vehicles can roll
- synonym:
- track ,
- rail ,
- rails ,
- runway
1. Ένα μπαρ ή ένα ζευγάρι παράλληλων ράβδων του ελασματοποιημένου χάλυβα καθιστώντας το σιδηρόδρομο κατά μήκος των οποίων μπορούν να κυλήσουν
- συνώνυμο:
- παρακολουθώ ,
- σιδηρόδρομος ,
- ράγεσ ,
- διάδρομος
2. A chute down which logs can slide
- synonym:
- runway
2. Μια υποδοχή προς τα κάτω που τα αρχεία καταγραφής μπορούν να γλιστρήσουν
- συνώνυμο:
- διάδρομος
3. A narrow platform extending from the stage into the audience in a theater or nightclub etc.
- synonym:
- runway
3. Μια στενή πλατφόρμα που εκτείνεται από τη σκηνή στο ακροατήριο σε ένα θέατρο ή νυχτερινό κέντρο διασκέδασης κ.λπ.
- συνώνυμο:
- διάδρομος
4. A strip of level paved surface where planes can take off and land
- synonym:
- runway
4. Μια λωρίδα επίπεδης πλακόστρωτης επιφάνειας όπου τα αεροπλάνα μπορούν να απογειωθούν και να προσγειωθούν
- συνώνυμο:
- διάδρομος