Translation meaning & definition of the word "runny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρέξιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Runny
[Τρελός]/rəni/
adjective
1. Characteristic of a fluid
- Capable of flowing and easily changing shape
- synonym:
- fluid ,
- runny
1. Χαρακτηριστικό ενός υγρού
- Ικανό να ρέει και να αλλάζει εύκολα το σχήμα
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- τρέχων
Examples of using
I have a runny nose.
Έχω μια ρινική μύτη.
I have a sore throat and runny nose.
Έχω πονόλαιμο και ρινική καταρροή.