Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "running" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τρέχει" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Running

[Τρέχοντας]
/rənɪŋ/

noun

1. (american football) a play in which a player attempts to carry the ball through or past the opposing team

  • "The defensive line braced to stop the run"
  • "The coach put great emphasis on running"
    synonym:
  • run
  • ,
  • running
  • ,
  • running play
  • ,
  • running game

1. (αμερικάνικο ποδόσφαιρο) ένα παιχνίδι στο οποίο ένας παίκτης προσπαθεί να μεταφέρει την μπάλα μέσα ή πέρα από την αντίπαλη ομάδα

  • "Η αμυντική γραμμή ενισχύθηκε για να σταματήσει το τρέξιμο"
  • "Ο προπονητής έδωσε μεγάλη έμφαση στο τρέξιμο"
    συνώνυμο:
  • τρέχω
  • ,
  • τρέξιμο
  • ,
  • παιχνίδι τρεξίματος

2. The act of running

  • Traveling on foot at a fast pace
  • "He broke into a run"
  • "His daily run keeps him fit"
    synonym:
  • run
  • ,
  • running

2. Η πράξη του τρεξίματος

  • Ταξιδεύοντας με τα πόδια με γρήγορους ρυθμούς
  • "Έσπασε σε τρέξιμο"
  • "Το καθημερινό του τρέξιμο τον κρατά σε φόρμα"
    συνώνυμο:
  • τρέχω
  • ,
  • τρέξιμο

3. The state of being in operation

  • "The engine is running smoothly"
    synonym:
  • running

3. Η κατάσταση της λειτουργίας

  • "Ο κινητήρας λειτουργεί ομαλά"
    συνώνυμο:
  • τρέξιμο

4. The act of administering or being in charge of something

  • "He has responsibility for the running of two companies at the same time"
    synonym:
  • running

4. Η πράξη της διαχείρισης ή της ευθύνης για κάτι

  • "Έχει την ευθύνη για τη λειτουργία δύο εταιρειών ταυτόχρονα"
    συνώνυμο:
  • τρέξιμο

5. The act of participating in an athletic competition involving running on a track

    synonym:
  • track
  • ,
  • running

5. Η πράξη της συμμετοχής σε αθλητικό διαγωνισμό που περιλαμβάνει τρέξιμο σε πίστα

    συνώνυμο:
  • πίστα
  • ,
  • τρέξιμο

adjective

1. (of fluids) moving or issuing in a stream

  • "As mountain stream with freely running water"
  • "Hovels without running water"
    synonym:
  • running(a)

1. (των υγρών) που κινούνται ή εκδίδονται σε ένα ρεύμα

  • "Ως ορεινό ρέμα με ελεύθερα τρεχούμενο νερό"
  • "Ταβέρνες χωρίς τρεχούμενο νερό"
    συνώνυμο:
  • τρέξιμο(α)

2. Continually repeated over a period of time

  • "A running joke among us"
    synonym:
  • running(a)

2. Επαναλαμβάνεται συνεχώς για μια χρονική περίοδο

  • "Ένα τρέχον αστείο ανάμεσά μας"
    συνώνυμο:
  • τρέξιμο(α)

3. Of advancing the ball by running

  • "The team's running plays worked better than its pass plays"
    synonym:
  • running(a)

3. Της προώθησης της μπάλας με τρέξιμο

  • "Τα παιχνίδια τρεξίματος της ομάδας λειτούργησαν καλύτερα από τα παιχνίδια πάσας της"
    συνώνυμο:
  • τρέξιμο(α)

4. Executed or initiated by running

  • "Running plays worked better than pass plays"
  • "Took a running jump"
  • "A running start"
    synonym:
  • running(a)

4. Εκτελείται ή ξεκινά με τρέξιμο

  • "Τα παιχνίδια τρεξίματος λειτούργησαν καλύτερα από τα παιχνίδια πάσας"
  • "Πήρε ένα άλμα τρεξίματος"
  • "Μια εκκίνηση"
    συνώνυμο:
  • τρέξιμο(α)

5. Measured lengthwise

  • "Cost of lumber per running foot"
    synonym:
  • linear
  • ,
  • running(a)

5. Μετρημένο κατά μήκος

  • "Κόστος ξυλείας ανά πόδι που τρέχει"
    συνώνυμο:
  • γραμμική
  • ,
  • τρέξιμο(α)

6. (of e.g. a machine) performing or capable of performing

  • "In running (or working) order"
  • "A functional set of brakes"
    synonym:
  • running(a)
  • ,
  • operative
  • ,
  • functional
  • ,
  • working(a)

6. (. μιας μηχανής) που εκτελεί ή είναι ικανή να εκτελέσει

  • "Σε σειρά εκτέλεσης (ή εργασίας)"
  • "Ένα λειτουργικό σύνολο φρένων"
    συνώνυμο:
  • τρέξιμο(α)
  • ,
  • λειτουργικόσ
  • ,
  • λειτουργικό
  • ,
  • εργασία(α)

Examples of using

I'm running short of cash.
Μου λείπουν μετρητά.
My money is running low.
Τα λεφτά μου τελειώνουν.
The tub is running over.
Η μπανιέρα τρέχει πάνω.