Translation meaning & definition of the word "running" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρέξιμο" στην ελληνική γλώσσα
Running
[Τρέξιμο]noun
1. (american football) a play in which a player attempts to carry the ball through or past the opposing team
- "The defensive line braced to stop the run"
- "The coach put great emphasis on running"
- synonym:
- run ,
- running ,
- running play ,
- running game
1. (αμερικανικό ποδόσφαιρο) ένα έργο στο οποίο ένας παίκτης προσπαθεί να μεταφέρει την μπάλα μέσα ή πέρα από την αντίπαλη ομάδα
- "Η αμυντική γραμμή έπρεπε να σταματήσει το τρέξιμο"
- "Ο προπονητής έδωσε μεγάλη έμφαση στο τρέξιμο"
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- τρέξιμο ,
- τρέχοντας παιχνίδι
2. The act of running
- Traveling on foot at a fast pace
- "He broke into a run"
- "His daily run keeps him fit"
- synonym:
- run ,
- running
2. Η πράξη του τρεξίματος
- Ταξιδεύοντας με τα πόδια με γρήγορο ρυθμό
- "Μπήκε σε τρέξιμο"
- "Η καθημερινή του εκτέλεση τον κρατάει σε φόρμα"
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- τρέξιμο
3. The state of being in operation
- "The engine is running smoothly"
- synonym:
- running
3. Η κατάσταση της λειτουργίας
- "Ο κινητήρας λειτουργεί ομαλά"
- συνώνυμο:
- τρέξιμο
4. The act of administering or being in charge of something
- "He has responsibility for the running of two companies at the same time"
- synonym:
- running
4. Η πράξη της διαχείρισης ή της ευθύνης για κάτι
- "Έχει την ευθύνη για τη λειτουργία δύο εταιρειών ταυτόχρονα"
- συνώνυμο:
- τρέξιμο
5. The act of participating in an athletic competition involving running on a track
- synonym:
- track ,
- running
5. Η πράξη της συμμετοχής σε έναν αθλητικό αγώνα που περιλαμβάνει το τρέξιμο σε μια πίστα
- συνώνυμο:
- παρακολουθώ ,
- τρέξιμο
adjective
1. (of fluids) moving or issuing in a stream
- "As mountain stream with freely running water"
- "Hovels without running water"
- synonym:
- running(a)
1. ( των υγρών) κινείται ή εκδίδει σε ένα ρεύμα
- "Σαν ορεινό ρεύμα με ελεύθερα τρεχούμενο νερό"
- "Φτυάρια χωρίς τρεχούμενο νερό"
- συνώνυμο:
- τρεξίμ(
2. Continually repeated over a period of time
- "A running joke among us"
- synonym:
- running(a)
2. Επαναλαμβάνεται συνεχώς για ένα χρονικό διάστημα
- "Ένα αστείο ανάμεσά μας"
- συνώνυμο:
- τρεξίμ(
3. Of advancing the ball by running
- "The team's running plays worked better than its pass plays"
- synonym:
- running(a)
3. Προχωρώντας την μπάλα τρέχοντας
- "Τα παιχνίδια της ομάδας λειτούργησαν καλύτερα από τα παιχνίδια της"
- συνώνυμο:
- τρεξίμ(
4. Executed or initiated by running
- "Running plays worked better than pass plays"
- "Took a running jump"
- "A running start"
- synonym:
- running(a)
4. Εκτελείται ή ξεκινά με τρέξιμο
- "Τα παιχνίδια λειτούργησαν καλύτερα από τα παιχνίδια που πέρασαν"
- "Πήρε ένα άλμα τρεξίματος"
- "Μια αρχή τρεξίματος"
- συνώνυμο:
- τρεξίμ(
5. Measured lengthwise
- "Cost of lumber per running foot"
- synonym:
- linear ,
- running(a)
5. Μετρήθηκε κατά μήκος
- "Κόστος ξυλείας ανά τρεχούμενο πόδι"
- συνώνυμο:
- γραμμικός ,
- τρεξίμ(
6. (of e.g. a machine) performing or capable of performing
- "In running (or working) order"
- "A functional set of brakes"
- synonym:
- running(a) ,
- operative ,
- functional ,
- working(a)
6. ( π.χ. μια μηχανή) που εκτελεί ή μπορεί να εκτελέσει
- "Σε λειτουργία ( εργασία) παραγγελία"
- "Ένα λειτουργικό σύνολο φρένων"
- συνώνυμο:
- τρεξίμ( ,
- λειτουργική ,
- λειτουργικός ,
- εργασία(