Translation meaning & definition of the word "rung" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "rung" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rung
[Rung]/rəŋ/
noun
1. A crosspiece between the legs of a chair
- synonym:
- rung ,
- round ,
- stave
1. Ένα εγκάρσιο κομμάτι ανάμεσα στα πόδια μιας καρέκλας
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- στρογγυλόσ ,
- πεντάγραμμο
2. One of the crosspieces that form the steps of a ladder
- synonym:
- rundle ,
- spoke ,
- rung
2. Ένα από τα εγκάρσια κομμάτια που σχηματίζουν τα σκαλοπάτια μιας σκάλας
- συνώνυμο:
- βολάν ,
- μίλησε ,
- τρέχω
Examples of using
Is the top rung strong enough?
Είναι το κορυφαίο σκαλί αρκετά δυνατό;
The door bell has rung.
Το κουδούνι της πόρτας έχει χτυπήσει.
The bell has not rung yet.
Το κουδούνι δεν χτύπησε ακόμα.