Translation meaning & definition of the word "rummage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραγούδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rummage
[Φήμη]/rəmɪʤ/
noun
1. A jumble of things to be given away
- synonym:
- rummage
1. Ένα τσίμπημα από πράγματα που πρέπει να δοθεί
- συνώνυμο:
- ανακάτεμα
2. A thorough search for something (often causing disorder or confusion)
- "He gave the attic a good rummage but couldn't find his skis"
- synonym:
- ransacking ,
- rummage
2. Μια λεπτομερής αναζήτηση για κάτι (συχνά προκαλεί διαταραχή ή σύγχυση)
- "Έδωσε στη σοφίτα ένα καλό βουητό, αλλά δεν μπορούσε να βρει τα σκι του"
- συνώνυμο:
- λεηλασία ,
- ανακάτεμα
verb
1. Search haphazardly
- "We rummaged through the drawers"
- synonym:
- rummage
1. Αναζήτηση τυχαία
- "Φτιάξαμε μέσα από τα συρτάρια"
- συνώνυμο:
- ανακάτεμα