Translation meaning & definition of the word "ruler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυβερνήτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruler
[Κυβερνήτησ]/rulər/
noun
1. A person who rules or commands
- "Swayer of the universe"
- synonym:
- ruler ,
- swayer
1. Ένα άτομο που κυβερνά ή εντολές
- "Πατέρας του σύμπαντος"
- συνώνυμο:
- κυβερνήτης ,
- επηρεάζω
2. Measuring stick consisting of a strip of wood or metal or plastic with a straight edge that is used for drawing straight lines and measuring lengths
- synonym:
- rule ,
- ruler
2. Μετρώντας ραβδί που αποτελείται από μια λωρίδα ξύλου ή μετάλλου ή πλαστικού με μια ευθεία άκρη που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση
- συνώνυμο:
- κανόνας ,
- κυβερνήτης
Examples of using
Draw a line with a ruler.
Σχεδιάστε μια γραμμή με ένα χάρακα.
I need a ruler.
Χρειάζομαι έναν κυβερνήτη.
As for the Emperor, he is the ruler of the world. As for the barbarians, they are the servants of the world.
Όσο για τον αυτοκράτορα, είναι ο κυβερνήτης του κόσμου. Όσο για τους βάρβαρους, αυτοί είναι οι υπηρέτες του κόσμου.