Translation meaning & definition of the word "ruinous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρουνός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruinous
[Ερειπωμένοσ]/ruənəs/
adjective
1. Extremely harmful
- Bringing physical or financial ruin
- "A catastrophic depression"
- "Catastrophic illness"
- "A ruinous course of action"
- synonym:
- catastrophic ,
- ruinous
1. Εξαιρετικά επιβλαβής
- Φέρνοντας σωματική ή οικονομική καταστροφή
- "Καταστροφική κατάθλιψη"
- "Καταστροφική ασθένεια"
- "Μια καταστροφική πορεία δράσης"
- συνώνυμο:
- καταστροφικός ,
- καταστροφικόσ
2. Causing injury or blight
- Especially affecting with sudden violence or plague or ruin
- "The blasting effects of the intense cold on the budding fruit"
- "The blasting force of the wind blowing sharp needles of sleet in our faces"
- "A ruinous war"
- synonym:
- blasting ,
- ruinous
2. Προκαλώντας τραυματισμό ή αναταραχή
- Ειδικά επηρεάζοντας με αιφνίδια βία ή πανούκλα ή καταστροφή
- "Οι επιπτώσεις ανατίναξης του έντονου κρυολογήματος στους εκκολαπτόμενους καρπούς"
- "Η δύναμη ανατίναξης του ανέμου που φυσάει αιχμηρές βελόνες του χιονιού στα πρόσωπά μας"
- "Ένας καταστροφικός πόλεμος"
- συνώνυμο:
- ανατίναξη ,
- καταστροφικόσ