Translation meaning & definition of the word "ruined" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυκλοφόρησε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruined
[Καταστρέφονται]/ruənd/
adjective
1. Destroyed physically or morally
- synonym:
- destroyed ,
- ruined
1. Καταστράφηκε σωματικά ή ηθικά
- συνώνυμο:
- καταστράφηκε ,
- κατεστραμμένος
2. Doomed to extinction
- synonym:
- done for(p) ,
- ruined ,
- sunk ,
- undone ,
- washed-up
2. Καταδικασμένος σε εξαφάνιση
- συνώνυμο:
- γίνεται για()<TAG1> ,
- κατεστραμμένος ,
- βυθίστηκε ,
- αναίρεση ,
- ξεπλένω
3. Brought to ruin
- "After the revolution the aristocracy was finished"
- "The unsuccessful run for office left him ruined politically and economically"
- synonym:
- finished ,
- ruined
3. Έφερε στην καταστροφή
- "Μετά την επανάσταση η αριστοκρατία τελείωσε"
- "Η αποτυχημένη διαδρομή για το αξίωμα τον άφησε κατεστραμμένο πολιτικά και οικονομικά"
- συνώνυμο:
- τελείωσε ,
- κατεστραμμένος
Examples of using
This material is ruined.
Το υλικό αυτό καταστρέφεται.
Everything is ruined because of you.
Όλα καταστρέφονται εξαιτίας σου.
You've ruined everything.
Τα έχεις καταστρέψει όλα.