Translation meaning & definition of the word "ruin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρουνίνο" στην ελληνική γλώσσα
Ruin
[Ρουίν]noun
1. An irrecoverable state of devastation and destruction
- "You have brought ruin on this entire family"
- synonym:
- ruin ,
- ruination
1. Μια ανεπανόρθωτη κατάσταση καταστροφής και καταστροφής
- "Έχετε φέρει καταστροφή σε όλη αυτή την οικογένεια"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω ,
- αποτυχία
2. A ruined building
- "They explored several roman ruins"
- synonym:
- ruin
2. Ένα κατεστραμμένο κτίριο
- "Εξερεύνησαν αρκετά ρωμαϊκά ερείπια"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω
3. The process of becoming dilapidated
- synonym:
- dilapidation ,
- ruin
3. Η διαδικασία της ερείπωσης
- συνώνυμο:
- ερειποίηση ,
- καταστρέφω
4. An event that results in destruction
- synonym:
- ruin ,
- ruination
4. Ένα γεγονός που οδηγεί σε καταστροφή
- συνώνυμο:
- καταστρέφω ,
- αποτυχία
5. Failure that results in a loss of position or reputation
- synonym:
- downfall ,
- ruin ,
- ruination
5. Αποτυχία που οδηγεί σε απώλεια θέσης ή φήμης
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- καταστρέφω ,
- αποτυχία
6. Destruction achieved by causing something to be wrecked or ruined
- synonym:
- laying waste ,
- ruin ,
- ruining ,
- ruination ,
- wrecking
6. Καταστροφή που επιτυγχάνεται προκαλώντας κάτι να καταστραφεί ή να καταστραφεί
- συνώνυμο:
- απόβλητα της εγκατάστασης ,
- καταστρέφω ,
- αποτυχία
verb
1. Destroy completely
- Damage irreparably
- "You have ruined my car by pouring sugar in the tank!"
- "The tears ruined her make-up"
- synonym:
- destroy ,
- ruin
1. Καταστρέψτε εντελώς
- Ζημιά ανεπανόρθωτα
- "Έχετε καταστρέψει το αυτοκίνητό μου ρίχνοντας ζάχαρη στη δεξαμενή!"
- "Τα δάκρυα κατέστρεψαν το μακιγιάζ της"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω
2. Destroy or cause to fail
- "This behavior will ruin your chances of winning the election"
- synonym:
- ruin
2. Καταστρέψτε ή προκαλέστε αποτυχία
- "Αυτή η συμπεριφορά θα καταστρέψει τις πιθανότητές σας να κερδίσετε τις εκλογές"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω
3. Reduce to bankruptcy
- "My daughter's fancy wedding is going to break me!"
- "The slump in the financial markets smashed him"
- synonym:
- bankrupt ,
- ruin ,
- break ,
- smash
3. Μείωση στην πτώχευση
- "Ο φανταχτερός γάμος της κόρης μου θα με σπάσει!"
- "Η κατάρρευση στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον κατέστρεψε"
- συνώνυμο:
- χρεοκοπώ ,
- καταστρέφω ,
- σπάω ,
- συνθλίβω
4. Reduce to ruins
- "The country lay ruined after the war"
- synonym:
- ruin
4. Μειώνω σε ερείπια
- "Η χώρα καταστράφηκε μετά τον πόλεμο"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω
5. Deprive of virginity
- "This dirty old man deflowered several young girls in the village"
- synonym:
- deflower ,
- ruin
5. Στέρηση της παρθενίας
- "Αυτός ο βρώμικος γέρος εξαφάνισε πολλά νεαρά κορίτσια στο χωριό"
- συνώνυμο:
- αποσυνδέω ,
- καταστρέφω
6. Fall into ruin
- synonym:
- ruin
6. Πέφτω στην καταστροφή
- συνώνυμο:
- καταστρέφω