Translation meaning & definition of the word "rugged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σταυρωμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rugged
[Στραβολαχτεί]/rəgəd/
adjective
1. Sturdy and strong in constitution or construction
- Enduring
- "With a house full of boys you have to have rugged furniture"
- synonym:
- rugged
1. Ανθεκτικό και ισχυρό στο σύνταγμα ή την κατασκευή
- Διαρκής
- "Με ένα σπίτι γεμάτο αγόρια πρέπει να έχετε τραχιά έπιπλα"
- συνώνυμο:
- τραχύς
2. Having long narrow shallow depressions (as grooves or wrinkles) in the surface
- "Furrowed fields"
- "His furrowed face lit by a warming smile"
- synonym:
- furrowed ,
- rugged
2. Έχοντας μακριές στενές ρηχές καταθλίψεις (ας αυλακώσεις ή ρυτίδες) στην επιφάνεια
- "Πεδία φουσκώματος"
- "Το πρόσωπό του φωτίζεται από ένα ζεστό χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- αυλάκι ,
- τραχύς
3. Topographically very uneven
- "Broken terrain"
- "Rugged ground"
- synonym:
- broken ,
- rugged
3. Τοπογραφικά πολύ ανώμαλο
- "Σπασμένο έδαφος"
- "Βαρύ έδαφος"
- συνώνυμο:
- σπασμένος ,
- τραχύς
4. Very difficult
- Severely testing stamina or resolution
- "A rugged competitive examination"
- "The rugged conditions of frontier life"
- "The competition was tough"
- "It's a tough life"
- "It was a tough job"
- synonym:
- rugged ,
- tough
4. Πολύ δύσκολο
- Σοβαρά εξεταστική αντοχή ή ανάλυση
- "Μια τραχιά ανταγωνιστική εξέταση"
- "Οι απότομες συνθήκες της ζωής των συνόρων"
- "Ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός"
- "Είναι μια δύσκολη ζωή"
- "Ήταν μια δύσκολη δουλειά"
- συνώνυμο:
- τραχύς ,
- σκληρός