Translation meaning & definition of the word "ruffled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρυπημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruffled
[Ανακατώνω]/rəfəld/
adjective
1. Shaken into waves or undulations as by wind
- "The rippled surface of the pond"
- "With ruffled flags flying"
- synonym:
- rippled ,
- ruffled
1. Ανακινείται σε κύματα ή κυματισμούς όπως από τον άνεμο
- "Η κυματιστή επιφάνεια της λίμνης"
- "Με τραχιές σημαίες που πετούν"
- συνώνυμο:
- κυματίζω ,
- ταλαιπωρημένο
2. Having decorative ruffles or frills
- synonym:
- frilled ,
- frilly ,
- ruffled
2. Έχοντας διακοσμητικά βολάν ή περιττώματα
- συνώνυμο:
- παραπονεμένοσ ,
- φρίλι ,
- ταλαιπωρημένο