Translation meaning & definition of the word "rudimentary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοιχειώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rudimentary
[Στοιχειώδησ]/rudəmɛntəri/
adjective
1. Being or involving basic facts or principles
- "The fundamental laws of the universe"
- "A fundamental incomatibility between them"
- "These rudimentary truths"
- "Underlying principles"
- synonym:
- fundamental ,
- rudimentary ,
- underlying
1. Είναι ή περιλαμβάνει βασικά γεγονότα ή αρχές
- "Οι θεμελιώδεις νόμοι του σύμπαντος"
- "Θεμελιώδης απαραβίαστο μεταξύ τους"
- "Αυτές οι στοιχειώδεις αλήθειες"
- "Υπό τις αρχές"
- συνώνυμο:
- θεμελιώδης ,
- στοιχειώδησ ,
- υποκείμενοσ
2. Being in the earliest stages of development
- "Rudimentary plans"
- synonym:
- rudimentary
2. Βρίσκεται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης
- "Στοιχειώδη σχέδια"
- συνώνυμο:
- στοιχειώδησ
3. Not fully developed in mature animals
- "Rudimentary wings"
- synonym:
- vestigial ,
- rudimentary
3. Δεν είναι πλήρως αναπτυγμένο σε ώριμα ζώα
- "Στοιχειώδη φτερά"
- συνώνυμο:
- υποτελήσ ,
- στοιχειώδησ