Translation meaning & definition of the word "rudiment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνταγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rudiment
[Στοιχείο]/rudɪmənt/
noun
1. The elementary stages of any subject (usually plural)
- "He mastered only the rudiments of geometry"
- synonym:
- rudiment ,
- first rudiment ,
- first principle ,
- alphabet ,
- ABC ,
- ABC's ,
- ABCs
1. Τα στοιχειώδη στάδια οποιουδήποτε θέματος (συνήθως πληθυντικό)
- "Κατέκτησε μόνο τα βασικά στοιχεία της γεωμετρίας"
- συνώνυμο:
- πρωτάθλημα ,
- πρώτο βήμα ,
- πρώτη αρχή ,
- αλφάβητο ,
- ΑΒΥ ,
- ΑΒΚ ,
- ΑΒΣ
2. The remains of a body part that was functional at an earlier stage of life
- "Meckel's diverticulum is the rudiment of the embryonic yolk sac"
- synonym:
- rudiment
2. Τα ερείπια ενός μέρους του σώματος που ήταν λειτουργικό σε προγενέστερο στάδιο της ζωής
- "Το εκκολπωμάτιο του είναι το βάθρο του εμβρυϊκού σάκου του κρόκου"
- συνώνυμο:
- πρωτάθλημα