Translation meaning & definition of the word "rudeness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευφράδεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rudeness
[Ακανθώδεσ]/rudnəs/
noun
1. A manner that is rude and insulting
- synonym:
- discourtesy ,
- rudeness
1. Ένας τρόπος που είναι αγενής και προσβλητικός
- συνώνυμο:
- απογοητευτικό ,
- αγένεια
2. A wild or unrefined state
- synonym:
- crudeness ,
- crudity ,
- primitiveness ,
- primitivism ,
- rudeness
2. Μια άγρια ή μη εξευγενισμένη κατάσταση
- συνώνυμο:
- αποτρόπαιο ,
- παραξενιά ,
- πρωταρχικότητα ,
- πριμιτιβισμός ,
- αγένεια
Examples of using
We apologize for his rudeness.
Ζητούμε συγγνώμη για την αγένειά του.
He apologized to me for his rudeness.
Μου ζήτησε συγγνώμη για την αγένειά του.
We apologize for his rudeness.
Ζητούμε συγγνώμη για την αγένειά του.