Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rude" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγένεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rude

[Αγενής]
/rud/

adjective

1. Socially incorrect in behavior

  • "Resentment flared at such an unmannered intrusion"
    synonym:
  • ill-mannered
  • ,
  • bad-mannered
  • ,
  • rude
  • ,
  • unmannered
  • ,
  • unmannerly

1. Κοινωνικά λανθασμένη συμπεριφορά

  • "Η παρουσίαση ξεσπούσε σε μια τέτοια μη επανδρωμένη εισβολή"
    συνώνυμο:
  • ανεπαρκείσ
  • ,
  • κακός
  • ,
  • αγενής
  • ,
  • ανεπανδρωτήσ
  • ,
  • ανεπανόρθωτοσ

2. (of persons) lacking in refinement or grace

    synonym:
  • ill-bred
  • ,
  • bounderish
  • ,
  • lowbred
  • ,
  • rude
  • ,
  • underbred
  • ,
  • yokelish

2. ( των ατόμων) στερείται φινέτσας ή χάρης

    συνώνυμο:
  • ανεπαίσθητοσ
  • ,
  • ιδρυτικόσ
  • ,
  • πεταλωτόσ
  • ,
  • αγενής
  • ,
  • υποανατρεπόμενο
  • ,
  • υοκελικόσ

3. Lacking civility or good manners

  • "Want nothing from you but to get away from your uncivil tongue"- willa cather
    synonym:
  • uncivil
  • ,
  • rude

3. Έλλειψη ευγένειας ή καλών τρόπων

  • "Δεν θέλει τίποτα από σένα παρά να ξεφύγεις από την απολίτικη γλώσσα σου" - γουίλα κάτερ
    συνώνυμο:
  • απολύτωσ
  • ,
  • αγενής

4. (used especially of commodities) being unprocessed or manufactured using only simple or minimal processes

  • "Natural yogurt"
  • "Natural produce"
  • "Raw wool"
  • "Raw sugar"
  • "Bales of rude cotton"
    synonym:
  • natural
  • ,
  • raw(a)
  • ,
  • rude(a)

4. (χρησιμοποιείται ειδικά για εμπορεύματα) που δεν επεξεργάζεται ή κατασκευάζεται χρησιμοποιώντας μόνο απλές ή ελάχιστες διαδικασίες

  • "Φυσικό γιαούρτι"
  • "Φυσικά προϊόντα"
  • "Αχνό μαλλί"
  • "Ακατέργαστη ζάχαρη"
  • "Μπάλες από αγενές βαμβάκι"
    συνώνυμο:
  • φυσικός
  • ,
  • ωκα()
  • ,
  • ρουδ(Α)

5. Belonging to an early stage of technical development

  • Characterized by simplicity and (often) crudeness
  • "The crude weapons and rude agricultural implements of early man"
  • "Primitive movies of the 1890s"
  • "Primitive living conditions in the appalachian mountains"
    synonym:
  • crude
  • ,
  • primitive
  • ,
  • rude

5. Ανήκουν σε πρώιμο στάδιο τεχνικής ανάπτυξης

  • Χαρακτηρίζεται από την απλότητα και την (οφθαρτότητα
  • "Τα ακατέργαστα όπλα και τα αγενή γεωργικά εργαλεία του πρώιμου ανθρώπου"
  • "Πρωτόγονες ταινίες της δεκαετίας του 1890"
  • "Πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης στα βουνά της απαλαχίας"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ
  • ,
  • πρωτόγονοσ
  • ,
  • αγενής

Examples of using

You're so rude that I want to punch you.
Είσαι τόσο αγενής που θέλω να σε χτυπήσω.
I was rude.
Ήμουν αγενής.
Have you ever tried not being rude to people?
Έχετε δοκιμάσει ποτέ να μην είστε αγενής με τους ανθρώπους?