Translation meaning & definition of the word "rudder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραβάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rudder
[Πηδάλιο]/rədər/
noun
1. A hinged vertical airfoil mounted at the tail of an aircraft and used to make horizontal course changes
- synonym:
- rudder
1. Μια αρθρωμένη κάθετη αεροτομή τοποθετημένη στην ουρά ενός αεροσκάφους και χρησιμοποιείται για να κάνει οριζόντιες αλλαγές πορείας
- συνώνυμο:
- πηδάλιο
2. (nautical) steering mechanism consisting of a hinged vertical plate mounted at the stern of a vessel
- synonym:
- rudder
2. Μηχανισμός διεύθυνσης (ναυτικής χώρας που αποτελείται από αρθρωμένη κάθετη πλάκα τοποθετημένη στην πρύμνη ενός σκάφους
- συνώνυμο:
- πηδάλιο