Translation meaning & definition of the word "ruckus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρούκος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruckus
[Ρακού]/rəkəs/
noun
1. The act of making a noisy disturbance
- synonym:
- commotion ,
- din ,
- ruction ,
- ruckus ,
- rumpus ,
- tumult
1. Η πράξη της πραγματοποίησης μιας θορυβώδους διαταραχής
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- τιν ,
- απόσβεση ,
- τακούνι ,
- ρουμπίνα ,
- ταραχή