Translation meaning & definition of the word "ruck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορτηγό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruck
[Ρακ]/rək/
noun
1. A crowd especially of ordinary or undistinguished persons or things
- "His brilliance raised him above the ruck"
- "The children resembled a fairy herd"
- synonym:
- ruck ,
- herd
1. Ένα πλήθος ειδικά συνηθισμένων ή αδιαχώριστων ατόμων ή πραγμάτων
- "Η λαμπρότητά του τον σήκωσε πάνω από την καταστροφή"
- "Τα παιδιά έμοιαζαν με κοπάδι νεράιδα"
- συνώνυμο:
- ταραχή ,
- κοπάδι
2. An irregular fold in an otherwise even surface (as in cloth)
- synonym:
- pucker ,
- ruck
2. Μια ακανόνιστη πτυχή σε μια κατά τα άλλα ομοιόμορφη επιφάνεια (α στο ύφασμα)
- συνώνυμο:
- πούλκερ ,
- ταραχή
verb
1. Become wrinkled or drawn together
- "Her lips puckered"
- synonym:
- pucker ,
- ruck ,
- ruck up
1. Τσαλακώνονται ή τραβιούνται μαζί
- "Τα χείλη της περιποιούνται"
- συνώνυμο:
- πούλκερ ,
- ταραχή ,
- αναστατώνω