Translation meaning & definition of the word "ruby" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρουμπίνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ruby
[Ρουμπινί]/rubi/
noun
1. A transparent piece of ruby that has been cut and polished and is valued as a precious gem
- synonym:
- ruby
1. Ένα διαφανές κομμάτι ρουμπίνι που έχει κοπεί και γυαλιστεί και εκτιμάται ως ένα πολύτιμο στολίδι
- συνώνυμο:
- ρουμπινί
2. A transparent deep red variety of corundum
- Used as a gemstone and in lasers
- synonym:
- ruby
2. Μια διαφανής βαθιά κόκκινη ποικιλία του κορυνδίου
- Χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και σε λέιζερ
- συνώνυμο:
- ρουμπινί
3. A deep and vivid red color
- synonym:
- crimson ,
- ruby ,
- deep red
3. Ένα βαθύ και ζωηρό κόκκινο χρώμα
- συνώνυμο:
- πράσινσον ,
- ρουμπινί ,
- βαθύ κόκκινο
adjective
1. Of a color at the end of the color spectrum (next to orange)
- Resembling the color of blood or cherries or tomatoes or rubies
- synonym:
- red ,
- reddish ,
- ruddy ,
- blood-red ,
- carmine ,
- cerise ,
- cherry ,
- cherry-red ,
- crimson ,
- ruby ,
- ruby-red ,
- scarlet
1. Από ένα χρώμα στο τέλος του φάσματος χρώματος (δίπλα στο πορτοκαλί)
- Μοιάζει με το χρώμα του αίματος, των κερασιών ή των ντοματών ή ρουμπινιών
- συνώνυμο:
- κόκκινο ,
- κοκκινωπόσ ,
- τραχύς ,
- αίμα-κόκκινο ,
- καρμίνη ,
- εξυπηρετώ ,
- κεράσι ,
- κεράσι-κόκκινο ,
- πράσινσον ,
- ρουμπινί ,
- ρουμπινί-κόκκινο