Translation meaning & definition of the word "rubbing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκρίζωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rubbing
[Τρίψιμο]/rəbɪŋ/
noun
1. The resistance encountered when one body is moved in contact with another
- synonym:
- friction ,
- rubbing
1. Η αντίσταση συναντάται όταν ένα σώμα κινείται σε επαφή με ένα άλλο
- συνώνυμο:
- τριβή ,
- τρίψιμο
2. Representation consisting of a copy (as of an engraving) made by laying paper over something and rubbing it with charcoal
- synonym:
- rubbing
2. Αναπαράσταση που αποτελείται από ένα αντίγραφο ( χαρακτικής φτιαγμένο με τοποθέτηση χαρτιού πάνω σε κάτι και τρίψιμο με κάρβουνο
- συνώνυμο:
- τρίψιμο
3. Effort expended in moving one object over another with pressure
- synonym:
- friction ,
- detrition ,
- rubbing
3. Προσπάθεια που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ενός αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο με πίεση
- συνώνυμο:
- τριβή ,
- απομάκρυνση ,
- τρίψιμο