Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rubber" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάσπη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rubber

[Καουτσούκ]
/rəbər/

noun

1. An elastic material obtained from the latex sap of trees (especially trees of the genera hevea and ficus) that can be vulcanized and finished into a variety of products

    synonym:
  • rubber
  • ,
  • natural rubber
  • ,
  • India rubber
  • ,
  • gum elastic
  • ,
  • caoutchouc

1. Ένα ελαστικό υλικό που λαμβάνεται από το λατέξ δέντρων (ειδικά δέντρα των γένων χεβέα και φιτσου) που μπορούν να βουλκανιστούν

    συνώνυμο:
  • λάστιχο
  • ,
  • φυσικό καουτσούκ
  • ,
  • Καουτσούκ της Ινδίας
  • ,
  • ελαστικό κόμμι
  • ,
  • καουτσούκ

2. Any of various synthetic elastic materials whose properties resemble natural rubber

    synonym:
  • rubber
  • ,
  • synthetic rubber

2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα συνθετικά ελαστικά υλικά των οποίων οι ιδιότητες μοιάζουν με φυσικό καουτσούκ

    συνώνυμο:
  • λάστιχο
  • ,
  • συνθετικό καουτσούκ

3. An eraser made of rubber (or of a synthetic material with properties similar to rubber)

  • Commonly mounted at one end of a pencil
    synonym:
  • rubber eraser
  • ,
  • rubber
  • ,
  • pencil eraser

3. Μια γόμα από καουτσούκ ( ενός συνθετικού υλικού με ιδιότητες παρόμοιες με το λαστιχένιο)

  • Συνήθως τοποθετείται στο ένα άκρο ενός μολυβιού
    συνώνυμο:
  • γόμα από καουτσούκ
  • ,
  • λάστιχο
  • ,
  • γόμα μολυβιού

4. Contraceptive device consisting of a sheath of thin rubber or latex that is worn over the penis during intercourse

    synonym:
  • condom
  • ,
  • rubber
  • ,
  • safety
  • ,
  • safe
  • ,
  • prophylactic

4. Αντισυλληπτική συσκευή που αποτελείται από θήκη από λεπτό καουτσούκ ή λάτεξ που φοριέται πάνω από το πέος κατά τη σεξουα

    συνώνυμο:
  • προφυλακτικό
  • ,
  • λάστιχο
  • ,
  • ασφάλεια
  • ,
  • ασφαλής
  • ,
  • προφυλακτικόσ

5. A waterproof overshoe that protects shoes from water or snow

    synonym:
  • arctic
  • ,
  • galosh
  • ,
  • golosh
  • ,
  • rubber
  • ,
  • gumshoe

5. Ένα αδιάβροχο παπούτσι που προστατεύει τα παπούτσια από το νερό ή το χιόνι

    συνώνυμο:
  • αρκτική
  • ,
  • γκαλόσ
  • ,
  • γκόλοσ
  • ,
  • λάστιχο
  • ,
  • τσιγκούνα

verb

1. Coat or impregnate with rubber

  • "Rubberize fabric for rain coats"
    synonym:
  • rubberize
  • ,
  • rubberise
  • ,
  • rubber

1. Παλτό ή εμποτισμένο με καουτσούκ

  • "Καθαρίστε το ύφασμα για τα παλτά βροχής"
    συνώνυμο:
  • ελαστικοποίηση
  • ,
  • λάστιχο

adjective

1. Returned for lack of funds

  • "A rubber check"
  • "A no-good check"
    synonym:
  • rubber
  • ,
  • no-good

1. Επέστρεψε λόγω έλλειψης χρημάτων

  • "Έλεγχος από καουτσούκ"
  • "Δεν υπάρχει καλός έλεγχος"
    συνώνυμο:
  • λάστιχο
  • ,
  • όχι καλό

Examples of using

Take this piece of rubber hose.
Πάρτε αυτό το κομμάτι του εύκαμπτου σωλήνα από καουτσούκ.
Chewing gum is a sweet which is made of rubber.
Το μάσημα τσίχλας είναι ένα γλυκό που είναι κατασκευασμένο από καουτσούκ.
Tom has written a very good paper on the production of rubber.
Ο Τομ έχει γράψει ένα πολύ καλό χαρτί για την παραγωγή καουτσούκ.