Translation meaning & definition of the word "rub" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριβέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rub
[Τρίβω]/rəb/
noun
1. An unforeseen obstacle
- synonym:
- hang-up ,
- hitch ,
- rub ,
- snag
1. Ένα απρόβλεπτο εμπόδιο
- συνώνυμο:
- απαγχονίζω ,
- αιτία ,
- τρίβω ,
- παραπονιέμαι
2. The act of rubbing or wiping
- "He gave the hood a quick rub"
- synonym:
- rub ,
- wipe
2. Η πράξη του τριβής ή του σκουπίσματος
- "Έδωσε στην κουκούλα ένα γρήγορο τρίψιμο"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- σκουπίζω
verb
1. Move over something with pressure
- "Rub my hands"
- "Rub oil into her skin"
- synonym:
- rub
1. Περάστε πάνω από κάτι με πίεση
- "Τρίψε τα χέρια μου"
- "Τρίψτε το λάδι στο δέρμα της"
- συνώνυμο:
- τρίβω
2. Cause friction
- "My sweater scratches"
- synonym:
- rub ,
- fray ,
- fret ,
- chafe ,
- scratch
2. Προκαλώ τριβή
- "Τα πουλόβερ μου γρατζουνιές"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- φρέι ,
- τρέλα ,
- τσαλαπατώ ,
- γρατσουνιά
3. Scrape or rub as if to relieve itching
- "Don't scratch your insect bites!"
- synonym:
- rub ,
- scratch ,
- itch
3. Ξύστε ή τρίψτε σαν να ανακουφίζετε τον κνησμό
- "Μην ξύνετε τα τσιμπήματα των εντόμων σας!"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- γρατσουνιά ,
- φαγούρα
Examples of using
I know I made a mistake, but you needn't to rub it in!
Ξέρω ότι έκανα ένα λάθος, αλλά δεν χρειάζεται να το τρίψετε!
To rub salt in someone's wounds.
Να τρίβεις αλάτι στις πληγές κάποιου.