Translation meaning & definition of the word "royalty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Royalty
[Βασιλικό]/rɔɪəlti/
noun
1. Payment to the holder of a patent or copyright or resource for the right to use their property
- "He received royalties on his book"
- synonym:
- royalty
1. Πληρωμή στον κάτοχο ευρεσιτεχνίας ή πνευματικών δικαιωμάτων ή πόρου για το δικαίωμα χρήσης της περιουσίας τους
- "Έλαβε δικαιώματα στο βιβλίο του"
- συνώνυμο:
- βασιλεία
2. Royal persons collectively
- "The wedding was attended by royalty"
- synonym:
- royalty ,
- royal family ,
- royal line ,
- royal house
2. Βασιλικά πρόσωπα συλλογικά
- "Ο γάμος παρακολούθησε τα δικαιώματα"
- συνώνυμο:
- βασιλεία ,
- βασιλική οικογένεια ,
- βασιλική γραμμή ,
- βασιλικό σπίτι