Translation meaning & definition of the word "royal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλικός" στην ελληνική γλώσσα
Royal
[Βασιλικόσ]noun
1. A sail set next above the topgallant on a royal mast
- synonym:
- royal
1. Ένα πανί που βρίσκεται δίπλα πάνω από την κορυφήπάνω σε ένα βασιλικό ιστό
- συνώνυμο:
- βασιλικόσ
2. Stag with antlers of 12 or more branches
- synonym:
- royal ,
- royal stag
2. Στάμνα με κέρατα από 12 ή περισσότερα κλαδιά
- συνώνυμο:
- βασιλικόσ ,
- βασιλικό αδιέξοδο
adjective
1. Of or relating to or indicative of or issued or performed by a king or queen or other monarch
- "The royal party"
- "The royal crest"
- "By royal decree"
- "A royal visit"
- synonym:
- royal
1. Από ή σχετίζονται ή είναι ενδεικτικά ή εκδίδονται ή εκτελούνται από βασιλιά ή βασίλισσα ή άλλο μονάρχη
- "Το βασιλικό κόμμα"
- "Η βασιλική κορυφή"
- "Με βασιλικό διάταγμα"
- "Βασιλική επίσκεψη"
- συνώνυμο:
- βασιλικόσ
2. Established or chartered or authorized by royalty
- "The royal society"
- synonym:
- royal
2. Καθιερωμένος ή ναυλωμένος ή εξουσιοδοτημένος από τα δικαιώματα
- "Η βασιλική εταιρεία"
- συνώνυμο:
- βασιλικόσ
3. Being of the rank of a monarch
- "Of royal ancestry"
- "Princes of the blood royal"
- synonym:
- royal
3. Είναι του βαθμού ενός μονάρχη
- "Βασιλικής καταγωγής"
- "Πρίγκιπες του βασιλικού αίματος"
- συνώνυμο:
- βασιλικόσ
4. Belonging to or befitting a supreme ruler
- "Golden age of imperial splendor"
- "Purple tyrant"
- "Regal attire"
- "Treated with royal acclaim"
- "The royal carriage of a stag's head"
- synonym:
- imperial ,
- majestic ,
- purple ,
- regal ,
- royal
4. Ανήκει ή τοποθετεί έναν ανώτατο ηγέτη
- "Χρυσή εποχή αυτοκρατορικής λαμπρότητας"
- "Μοβ τύραννος"
- "Πρακτική ενδυμασία"
- "Αντιμετωπίστηκε με βασιλική αναγνώριση"
- "Η βασιλική μεταφορά του κεφαλιού ενός αστεριού"
- συνώνυμο:
- αυτοκρατορικός ,
- μεγαλοπρεπής ,
- μωβ ,
- βασιλικόσ
5. Invested with royal power as symbolized by a crown
- "The royal (or crowned) heads of europe"
- synonym:
- royal
5. Επένδυσε με βασιλική δύναμη όπως συμβολίζεται από ένα στέμμα
- "Το βασιλικό (ορ στεφανωμένο) κεφάλια της ευρώπης"
- συνώνυμο:
- βασιλικόσ