Translation meaning & definition of the word "rowdy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rowdy
[Στενοχωρημένοσ]/raʊdi/
noun
1. A cruel and brutal fellow
- synonym:
- bully ,
- tough ,
- hooligan ,
- ruffian ,
- roughneck ,
- rowdy ,
- yob ,
- yobo ,
- yobbo
1. Ένας σκληρός και βάναυσος συνάδελφος
- συνώνυμο:
- φοβερίζω ,
- σκληρός ,
- χούλιγκαν ,
- ρουφία ,
- τραχύ ,
- ανατριχιαστικός ,
- ναι ,
- γιόμπο
adjective
1. Disturbing the public peace
- Loud and rough
- "A raucous party"
- "Rowdy teenagers"
- synonym:
- raucous ,
- rowdy
1. Ενοχλώντας την ειρήνη του κοινού
- Δυνατά και τραχιά
- "Ένα βιαστικό πάρτι"
- "Ανόητοι έφηβοι"
- συνώνυμο:
- βραχώδησ ,
- ανατριχιαστικός
Examples of using
Watch out for rowdy or drunk customers.
Προσέξτε για τους πελάτες μεθυσμένους ή μεθυσμένους.
My brother has been much too rowdy lately.
Ο αδελφός μου ήταν πολύ αδύναμος τελευταία.