Translation meaning & definition of the word "rover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβατήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rover
[Περιπλανώμενοσ]/roʊvər/
noun
1. Someone who leads a wandering unsettled life
- synonym:
- wanderer ,
- roamer ,
- rover ,
- bird of passage
1. Κάποιος που οδηγεί μια περιπλανώμενη ανήσυχη ζωή
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- ρόβερ ,
- πουλί του περάσματος
2. An adult member of the boy scouts movement
- synonym:
- rover ,
- scouter
2. Ένα ενήλικο μέλος του κινήματος προσκόπων αγόρι
- συνώνυμο:
- ρόβερ ,
- απολυμαίνων